Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (Colorectal Cancer – CRC) είναι μία κακοήθης νεοπλασία που αναπτύσσεται στο παχύ έντερο ή το ορθό και στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχεται από προκαρκινωματώδεις βλάβες, όπως οι αδενωματώδεις πολύποδες. Η αλληλουχία αδενώματος–καρκινώματος αποτελεί το πιο κλασικό πρότυπο καρκινογένεσης, όπου σταδιακές γενετικές μεταλλάξεις οδηγούν σε ανάπτυξη δυσπλασίας και τελικά σε διηθητικό καρκίνωμα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί την τρίτη συχνότερη κακοήθεια και τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο. Η επίπτωσή του αυξάνεται με την ηλικία, με κορύφωση μετά τα 50 έτη, αν και τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σημαντική άνοδος και σε νεότερους ασθενείς κάτω των 50. Σύμφωνα με τα στοιχεία του GLOBOCAN 2023, περισσότερα από 1,9 εκατομμύρια νέα περιστατικά καταγράφονται ετησίως. Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τον δυτικό τρόπο ζωής, τη διατροφή πλούσια σε κόκκινο κρέας και χαμηλή σε φυτικές ίνες, την παχυσαρκία, το κάπνισμα, την καθιστική ζωή, καθώς και χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου όπως η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος Crohn. Επιπλέον, κληρονομικά σύνδρομα όπως το σύνδρομο Lynch και η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση συμβάλλουν σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου.
Η κλινική εικόνα του καρκίνου παχέος εντέρου είναι ετερογενής και εξαρτάται από την εντόπιση του όγκου. Όγκοι του δεξιού κόλου συχνά παραμένουν σιωπηλοί μέχρι προχωρημένου σταδίου και εκδηλώνονται με χρόνια σιδηροπενική αναιμία, κόπωση και ασαφή κοιλιακά άλγη. Αντίθετα, οι όγκοι του αριστερού κόλου προκαλούν συχνά αλλαγές στις συνήθειες των κενώσεων, παρουσία αίματος ή βλέννας στα κόπρανα, κολικοειδή άλγη και σε προχωρημένες καταστάσεις εικόνα απόφραξης. Ο καρκίνος του ορθού μπορεί να εμφανιστεί με αιμορραγία από τον πρωκτό, τεινεσμό και αίσθημα ατελούς κένωσης. Σε όλες τις εντοπίσεις, μπορεί να συνυπάρχουν γενικά συμπτώματα όπως απώλεια βάρους, ανορεξία και κακουχία.
Η διάγνωση στηρίζεται πρωτίστως στην κολονοσκόπηση με λήψη βιοψιών, η οποία επιτρέπει την ιστολογική ταυτοποίηση του όγκου και την εκτίμηση τυχόν πολυεστιακής νόσου. Συμπληρωματικά, η αξονική και μαγνητική τομογραφία συμβάλλουν στη σταδιοποίηση με βάση το TNM σύστημα, ενώ η μέτρηση καρκινικών δεικτών όπως το CEA έχει προγνωστική και παρακολουθητική αξία. Σε πληθυσμιακό επίπεδο, η έγκαιρη διάγνωση μέσω προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) με κολονοσκόπηση ή τεστ κοπράνων (FIT) έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη θνητότητα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου παχέος εντέρου είναι πολυπαραγοντική, με τη χειρουργική εξαίρεση να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας σε ασθενείς με νόσο σταδίου Ι–ΙΙΙ. Η ριζική κολεκτομή με επαρκή λεμφαδενικό καθαρισμό (τουλάχιστον 12 λεμφαδένες) είναι η τυπική χειρουργική παρέμβαση. Τα τελευταία χρόνια, η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει καθιερωθεί διεθνώς ως ασφαλής και αποτελεσματική, προσφέροντας ισοδύναμα ογκολογικά αποτελέσματα με την ανοικτή προσέγγιση αλλά με μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο, ταχύτερη κινητοποίηση και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Η ρομποτική χειρουργική, αν και τεχνικά πιο απαιτητική και με αυξημένο κόστος, δείχνει σημαντικά πλεονεκτήματα ιδιαίτερα σε δύσκολες πυελικές επεμβάσεις όπως στον καρκίνο του ορθού, όπου μειώνει τα ποσοστά μετατροπής σε ανοικτό χειρουργείο και βελτιώνει την ποιότητα της εκτομής. Σε επείγουσες καταστάσεις, όπως απόφραξη ή διάτρηση, η ανοικτή χειρουργική εξακολουθεί να έχει θέση, ενώ η τοποθέτηση μεταλλικού στεντ (SEMS) μπορεί να λειτουργήσει ως “bridge to surgery”, δίνοντας τη δυνατότητα ασφαλέστερης εκλογικής εκτομής.

Οι επικουρικές θεραπείες παίζουν καθοριστικό ρόλο σε επιλεγμένα στάδια. Η χημειοθεραπεία αποτελεί τον κανόνα στο στάδιο ΙΙΙ και εφαρμόζεται σε υψηλού κινδύνου στάδιο ΙΙ. Στον καρκίνο του ορθού, η νεοεπικουρική χημειο-ακτινοθεραπεία πριν το χειρουργείο έχει βελτιώσει την τοπικό-περιοχική έλεγχο και έχει μειώσει την πιθανότητα τοπικών υποτροπών. Επιπλέον, στοχευμένες θεραπείες όπως οι anti-EGFR και anti-VEGF παράγοντες, καθώς και η ανοσοθεραπεία σε MSI-high όγκους, έχουν αλλάξει το τοπίο στη μεταστατική νόσο.
Η πρόγνωση εξαρτάται άμεσα από το στάδιο διάγνωσης. Στο στάδιο Ι η πενταετής επιβίωση ξεπερνά το 90%, ενώ στο στάδιο ΙΙΙ κυμαίνεται στο 50–60%. Στο στάδιο IV, με παρουσία απομακρυσμένων μεταστάσεων, η πενταετής επιβίωση σπάνια υπερβαίνει το 15%, αν και οι νεότερες θεραπείες έχουν βελτιώσει τα ποσοστά επιβίωσης σε επιλεγμένες ομάδες ασθενών.
Συνοψίζοντας, ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μία νόσος με αυξανόμενη επίπτωση αλλά και συνεχώς βελτιούμενη αντιμετώπιση. Η έγκαιρη διάγνωση μέσω προληπτικού ελέγχου, η σωστή χειρουργική τεχνική με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους, η ορθή χρήση επικουρικών θεραπειών και η εφαρμογή των ERAS πρωτοκόλλων συμβάλλουν στη βελτίωση τόσο της επιβίωσης όσο και της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η πολυεπιστημονική συνεργασία αποτελεί το κλειδί για την ολιστική διαχείριση αυτής της συχνής και απαιτητικής κακοήθειας.
📚 Βιβλιογραφία
- Benson AB et al. NCCN Guidelines Insights: Colon Cancer. J Natl Compr Canc Netw. 2024.
- ERAS Society. Guidelines for Elective Colorectal Surgery. Br J Surg. 2025.
- Negrut N, et al. Robotic vs Laparoscopic Colorectal Resection: Meta-analysis. Cancers. 2024.
- Lin C, et al. Robotic vs Laparoscopic Outcomes in Colorectal Surgery. Cancers. 2025.
- Zou X, et al. Robotic vs Laparoscopic Rectal Cancer Surgery: RCT Meta-analysis. BMC Surg. 2025.
- Krieg A, et al. Minimally Invasive vs Open Colorectal Cancer Surgery: German Multicenter Study. Surg Endosc. 2024.
- Kanaka S, et al. Self-Expandable Metallic Stents as Bridge to Surgery in Obstructive CRC. Surg Endosc. 2024.

